- μυτίζω
- (Μ μυτίζω) [μύτη]νεοελλ.1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνωμσν.1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα.
Dictionary of Greek. 2013.